σράναν

σράναν
η, Ν
γλωσσ. κρεολική γλώσσα που δημιουργήθηκε με βάση την Αγγλική και ομιλείται στο Σουρινάμ τής βορειοανατολικής Νότιας Αμερικής, αλλ. σραναντόνγκο ή τάκι-τάκι ή νίνγκρι τόνγκο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”